- ναρκομανής
- ο , η наркоман, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναρκομανής — ές άτομο εθισμένο στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, τοξικομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + μανής (θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. αόρ. β ἐ μάν ην), πρβλ. μορφινο μανής] … Dictionary of Greek
ναρκομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο εθισμένος στα ναρκωτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
πρεζάκιας — ο, Ν ναρκομανής, χρήστης ναρκωτικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέζα + μειωτική κατάλ. άκιας (πρβλ. γυαλ άκιας)] … Dictionary of Greek
συφιλομανής — και συφιλιδομανής, ές, Ν αυτός που πάσχει από συφιλομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη / σύφιλις, ίλιδος + μανής (< μαίνομαι*), πρβλ. ναρκομανής] … Dictionary of Greek
φρικάρω — Ν (ιδιωμ. τ.) φρίττω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. freak «τέρας, ιδιόρρυθμος τύπος, ναρκομανής, εκκεντρικός» + κατάλ. άρω*] … Dictionary of Greek
φρικιό — το, Ν 1. εξαιρετικά άσχημο, νεαρό κυρίως, άτομο 2. άτομο που σκόπιμα ντύνεται ή συμπεριφέρεται με ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό και προκλητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. freak «τέρας, ιδιόρρυθμος τύπος, εκκεντρικός, ναρκομανής»] … Dictionary of Greek
χαρμάνης — ο, Ν [χαρμάνι] 1. ναρκομανής που έχει στερηθεί το ναρκωτικό 2. μανιώδης καπνιστής που έχει ώρα να καπνίσει … Dictionary of Greek
χασικλής — ο, θηλ. χασικλού και χασικλίνα, Ν 1. χασισοπότης 2. (κατ επέκτ.) ναρκομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς / χασίσι + κατάλ. κλής (πρβλ. θερια κλής, μερα κλής), μέσω ενός τ. *χασισι κλής, με απλολογία] … Dictionary of Greek
πρεζάκιας — ο ια, ο ναρκομανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)